- ευρύγναθος
- ος , ον1) имеющий широкую челюсть; 2) широкий;
πέλεκύς ευρύγναθος — большой топор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέλεκύς ευρύγναθος — большой топор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευρύγναθος — η, ο 1. αυτός που έχει ευρεία γνάθο, πλατιά σιαγόνα 2. μτφ. (για εργαλεία) ευρύς, πλατύς («ευρύγναθος πέλεκυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + γνάθος (η)] … Dictionary of Greek
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
ευρυγναθία — η [ευρύγναθος] χαρακτηριστικό γνώρισμα τού προσώπου τών φυλών μογγολικού τύπου το οποίο φαίνεται πλατύ λόγω τής προεξοχής τών ζυγωματικών οστών … Dictionary of Greek